δεινολογώ

δεινολογώ
(μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)
Ι. δεινολογώ
νεοελλ.
περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο
II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)
μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λογούμαι < λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεινολογία — η (AM δεινολογία) το να μιλάει κανείς συνεχώς για τα δεινά του, τα βάσανά του, υπερβολική μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινολογούμαι (βλ. δεινολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”