- δεινολογώ
- (μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)Ι. δεινολογώνεοελλ.περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόποII. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λογούμαι < λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.